ταραχτικός

ταραχτικός
ή, -ό, Ν
βλ. ταρακτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταρακτικός — ή, ό / ταρακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταραχτικός, ή, ό, Ν [ταράκτης] αυτός που προκαλεί ταραχή, ψυχική αναστάτωση, συνταρακτικός (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”